- σπιτώνω
- Ν [σπίτι]1. εγκαθιστώ σε σπίτι κάποιον, εξασφαλίζω κατοικία σε κάποιον2. εγκαθιστώ ερωμένη σε ιδιαίτερη κατοικία («τή σπίτωσε, εδώ και μήνες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιτώνω — σπιτώνω, σπίτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπιτώνω — σπίτωσα, σπιτώθηκα, σπιτωμένος, εγκαθιστώ κάποιον σε σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπίτωτος — η, ο [σπιτώνω] 1. ο άσπιτος, ο άστεγος 2. (για γυναίκα ελευθερίων ηθών) που δεν έχει σπιτωθεί, που δεν την έχει εγκαταστήσει κάπου ο «προστάτης» της … Dictionary of Greek
σπίτωμα — το, Ν [σπιτώνω] 1. η εγκατάσταση σε σπίτι, η εξασφάλιση κατοικίας 2. η εγκατάσταση ερωμένης σε ιδιαίτερη κατοικία … Dictionary of Greek